- συνεκτικῶς
- συνεκτικόςfit for holding togetheradverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκτικώς — συνεκτικῶς ΝΜΑ, και συνεκτικά Ν βλ. συνεκτικός … Dictionary of Greek
συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
ՇԱՐՈՒՆԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0474 Chronological Sequence: 6c մ. συνεχῶς continuo συνεκτικῶς summatim. Անդադար, եւ Բովանդակապէս. *Երկու ոմանք գոլորշիք ʼի սմանէ վերաբերեալ լինին շարունակապէս. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)